Ρεν, Κρίστοφερ — (Wren, Iστ Νόιλ, Γουίλτσαϊρ 1632 – Λονδίνο 1723). Άγγλος αρχιτέκτονας. Σπούδασε θετικές επιστήμες στη σχολή Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από το οποίο αποφοίτησε το 1661 και ονομάστηκε καθηγητής της αστρονομίας.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ἄραρεν — ἄ̱ραρεν , ἀραρίσκω join aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱ρᾱρεν , ἀραρίσκω join plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄρᾱρεν , ἀραρίσκω join perf ind act 3rd sg ἀραρίσκω join aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄρᾱρεν , ἀραρίσκω join plup… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Νέλερ, Γκόντφρεϊ — (Godfrey Neller, Λίμπεκ 1647 – 1723). Ολλανδός ζωγράφος. Σπούδασε στο Άμστερνταμ με δάσκαλο τον Μπολ, μαθητή του Ρέμπραν. Το 1674 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και μετά τον θάνατο του Λίλι (1680) έγινε ζωγράφος της Αυλής και της υψηλής κοινωνίας και… … Dictionary of Greek
διέσυρεν — διασύρω tear in pieces aor ind pass 3rd pl (epic) διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces aor ind act 3rd sg διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσυρεν — κατασύρω draw aor ind pass 3rd pl (epic) κατέσῡρεν , κατασύρω draw aor ind act 3rd sg κατέσῡρεν , κατασύρω draw imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέσυρεν — παρασύρω sweep away aor ind pass 3rd pl (epic) παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away aor ind act 3rd sg παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)