ρεν

ρεν
(Rennes). Πόλη της Γαλλίας (κάτ. …), πρωτεύουσα του νομού Ιλ και Βιλέν (έκταση 6775 τ. χλμ., κάτ. …). Η πόλη χωρίζεται σε παλαιά και σε νέα. Η νέα έχει δρόμους μεγάλους και σύγχρονες πολυκατοικίες ενώ η παλαιά, που ανοικοδομήθηκε το 1720 ύστερα από πυρκαγιά, διατηρεί πολλές οικοδομές τοπικού αρχιτεκτονικού ρυθμού. Η Ρ. υπήρξε μία από τις πρώτες γαλατικές πόλεις που κατακτήθηκε από τον Κράσσο. Το 843 έγινε πρωτεύουσα της Βρετάνης και το 992 έδρα ανεξάρτητης περιοχής. Στις αρχές του εκατονταετούς πολέμου πολιορκήθηκε από τον δούκα του Λάιτσεστερ, από τον Οκτώβριο του 1356 έως τον Ιούλιο του 1357, οπότε και απελευθερώθηκε από τον Ντι Γκεσκλέν. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ήταν η μόνη πόλη της Βρετάνης που έμεινε πιστή στη Δημοκρατία. Στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου γνώρισε μεγάλες καταστροφές. Στη Ρ. λειτουργεί πανεπιστήμιο. Αξιόλογο είναι το κτίριο του Δικαστηρίου του 18ου αιώνα. Η πλατεία της Δημοκρατίας της Pεv, πόλης της Δυτ. Γαλλίας.
* * *
και ρένα, η, Ν
η βασίλισσα στο σκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reine «βασίλισσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρεν, Κρίστοφερ — (Wren, Iστ Νόιλ, Γουίλτσαϊρ 1632 – Λονδίνο 1723). Άγγλος αρχιτέκτονας. Σπούδασε θετικές επιστήμες στη σχολή Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από το οποίο αποφοίτησε το 1661 και ονομάστηκε καθηγητής της αστρονομίας.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ἄραρεν — ἄ̱ραρεν , ἀραρίσκω join aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱ρᾱρεν , ἀραρίσκω join plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄρᾱρεν , ἀραρίσκω join perf ind act 3rd sg ἀραρίσκω join aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄρᾱρεν , ἀραρίσκω join plup… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Νέλερ, Γκόντφρεϊ — (Godfrey Neller, Λίμπεκ 1647 – 1723). Ολλανδός ζωγράφος. Σπούδασε στο Άμστερνταμ με δάσκαλο τον Μπολ, μαθητή του Ρέμπραν. Το 1674 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και μετά τον θάνατο του Λίλι (1680) έγινε ζωγράφος της Αυλής και της υψηλής κοινωνίας και… …   Dictionary of Greek

  • διέσυρεν — διασύρω tear in pieces aor ind pass 3rd pl (epic) διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces aor ind act 3rd sg διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέσυρεν — κατασύρω draw aor ind pass 3rd pl (epic) κατέσῡρεν , κατασύρω draw aor ind act 3rd sg κατέσῡρεν , κατασύρω draw imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέσυρεν — παρασύρω sweep away aor ind pass 3rd pl (epic) παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away aor ind act 3rd sg παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”